λοβός — lobe of the ear masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοβός — Σαφώς οροθετημένη υποδιαίρεση ενός οργάνου, για παράδειγμα, του εγκεφάλου, του ήπατος, των πνευμόνων, του θυρεοειδούς, της υπόφυσης κλπ. Τα όρια είναι συνήθως ανατομικές δομές, όπως διαφράγματα, αύλακες ή σχισμές. Επίσης, έτσι ονομάζεται η… … Dictionary of Greek
λοβοῖς — λοβός lobe of the ear masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοβοῖσι — λοβός lobe of the ear masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοβοῖσιν — λοβός lobe of the ear masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοβοί — λοβός lobe of the ear masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοβοῦ — λοβός lobe of the ear masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοβούς — λοβός lobe of the ear masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοβῶν — λοβός lobe of the ear masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοβῷ — λοβός lobe of the ear masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)